- διαισθητικός
- η , ό[ν] 1. интуитивный;2. (ο ) филос, интуитивист
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαισθητικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που είναι προικισμένος με διαίσθηση, που αναφέρεται ή ανήκει στη διαίσθηση: Πάντα είναι προετοιμασμένος για τα αποτελέσματα των πράξεών του, γιατί είναι διαισθητικός τύπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαισθητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται στη διαίσθηση 2. όποιος είναι προικισμένος με διαίσθηση … Dictionary of Greek
διαισθητικότητα — η [διαισθητικός] 1. η ιδιότητα τού διαισθητικού 2. ικανότητα διαίσθησης … Dictionary of Greek
ενορατικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην ενόραση (βλ. λ.): Η εκκλησία του μέλλοντος είναι η μυστική και ενορατική εκκλησία των μοναχών (Ζ. Παπαντωνίου). 2. (για πρόσωπα), που έχει την ικανότητα της ενόρασης, ο διαισθητικός: Τα μέντιουμ είναι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)